«ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»
Ο «κοινωνικός έλεγχος» είναι η αντίδραση της οργανωμένης κοινωνίας σε όλες τις αποκλίνουσες περιπτώσεις και εκφράζεται σε διάφορα επίπεδα ανάλογα με την ποιοτική σοβαρότητα της παράβασης, π.χ. ανθρωποκτονία, διακίνηση και χρήση ναρκωτικών, λαθρεμπόριο, εκμετάλλευση και εμπορεία γυναικών, κακοποίηση γυναικών και παιδιών, οικονομικά εγκλήματα κ.α.
Οι παραβάτες χαρακτηρίζονται ως εγκληματίες και τα όργανα που έχουν θεσμοθετηθεί για την άσκηση του κοινωνικού ελέγχου είναι οι δικαστές που εφαρμόζουν τους νόμους και λειτουργούν σύμφωνα με το δικαστικό σύστημα τις δοσμένης κοινωνίας, η αστυνομία ως κατασταλτικός και προληπτικός μηχανισμός και το σωφρονιστικό σύστημα.
Με μια ευρύτερη εκδοχή κοινωνικός έλεγχος είναι δυνατόν να ασκηθεί και από κάθε μεμονωμένο άτομο ή ομάδα ατόμων, αλλά αποκλειστικά σε επίπεδο διαπίστωσης και καταγγελίας στις αρμόδιες αρχές γιατί διαφορετικά η παράβαση θα παραμείνει κρυφή και άρα δυνάμει ατιμώρητη.
Οι κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι επιστήμονες και ερευνητές προσπαθούν να προσδιορίσουν τα αίτια των εγκληματικών συμπεριφορών, ώστε αυτά να κωδικοποιηθούν και τα ερευνητικά συμπεράσματα να οδηγήσουν στη διατύπωση ενός θεωρητικού οπλοστασίου που θα επιτρέπει τη πρόληψή τους και την αναστολή εκδήλωσής τους με την λήψη από την επίσημη πολιτεία των κατάλληλων μέτρων.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η παραβατική και εγκληματική συμπεριφορά αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας και βασικός παράγοντας της ύπαρξής της είναι οι άνισες κοινωνικές σχέσεις που παράγουν και γεννούν τα κίνητρα του ανταγωνισμού για οικονομική, εξουσιαστική και συναισθηματική υπεροχή.




